ἐπεκοιμᾶτο

ἐπεκοιμᾶτο
ἐπικοιμάομαι
fall asleep after
imperf ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επικοιμώμαι — ἐπικοιμῶμαι, άομαι (Α) [κοιμώμαι] 1. κοιμάμαι μετά από κάτι 2. (απολ.) πέφτω σε ύπνο, αποκοιμιέμαι («ἀλλά μοι δοκεῑς... οὐ καθεύδων ἐπικεκοιμῆσθαι», Πλάτ.) 3. (για πρόσ.) στον ύπνο συμπιέζω κάποιον («καὶ ἀπέθανεν ὁ υἱὸς τῆς γυναικὸς ταύτην τὴν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”